-
1 βασιλικά
βασιλικόςroyal: neut nom /voc /acc plβασιλικά̱, βασιλικόςroyal: fem nom /voc /acc dualβασιλικά̱, βασιλικόςroyal: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 βασιλικάς
βασιλικά̱ς, βασιλικόςroyal: fem acc pl -
3 βασιλικος
I3царский, царственный Aesch., Her., Xen., Plat., Arst., Plut.ἐγκλήματα βασιλικά Polyb. — обвинения в государственной измене;
ὀφειλήματα βασιλικά Polyb. — долги царюIIὅ (преимущ. pl.) приближенный царя, придворный, царедворец Polyb., Plut. -
4 κοσμίον
-
5 βασιλικός
βασιλικός, 1) königlich, fürstlich, γένος Aesch. Prom. 871; Plat. Polit. 279 a; ἡ βασιλική, sc. τέχνη, die Kunst König zu sein, zu regieren als König, der τυραννική entgeggstzt, 291 e u. öfter; Xen. Mem. 4, 2, 11; οἱ βασιλικοί, Hofleute, Plut. Sol. 27. – 2) würdig, König zu sein, βασιλικώτατος καὶ ἄρχειν ἀξιώτατος Xen. An. 1, 9, 1; übh. eines Königs würdig, βασιλικώτερον, -ώτατόν τι ἡγεῖσϑαι Isocr. 2, 29; Plut. Alex. 21; prächtig, z. B. βασιλικῶς παρεῖναι Xen. Cyr. 1, 4, 14. Bei Pol. 26, 5 sind βασιλικὰ ἐγκλήματα, αἰτίαι Anklagen auf Hochverrath, maiestatis crimina; – ἡ βασιλική, als subst., sc. στοά, eine Säulenhalle in Athen, = βασίλειος, Plat. Charm. 153 a. In Rom öffentliche Gebäude mit Säulengängen zum Rechts- u. Handelsverkehr, Vitruv. 5, 1; Sp. auch die seit Constantin nach diesem Muster gebaueten christlichen Kirchen; τὸ βασιλικόν, theils Palast, D. Cass., theils aber, sc. ταμιεῖον, königlicher, kaiserlicher Schatz, Fiscus, D. Sic. 2, 40; D. L. 7, 181. – Bei den Aerzten eine Salbe.
-
6 κειμηλιον
τό1) бережно хранимое достояние, ценность, сокровище(κειμήλια ταῦτα σῳζέσθω Soph.; κειμήλια βασιλικά Plut.)
τῆ νῦν, καί σοι τοῦτο κ. ἔστω Hom. — возьми же (эту чашу), и пусть будет она тебе памятью2) имущество, состояние(κειμήλιά τε πρόβασίς τε Hom.)
-
7 κοσμιον
Iτό благопристойность, скромность Soph., Plat.IIτό1) украшение, знак отличия(τὰ κόσμια στρατηγικά Plut.)
2) знак достоинства или власти(τὰ τῆς ἀρχῆς κόσμια Diod.)
τὰ βασιλικὰ κόσμια Plut. — царские регалии -
8 βασιλικός
η и ιά, ό[ν] 1. королевский; царский (тле. перен.);βασιλικός επίτροπος — а) королёвский комиссар; — б) королевский прокурор;
βασιλικά έξοδα — очень большие расходы;
§ βασιλική φλέβα — царская вена;
βασιλικόν ΰδωρ хим. — царская водка;
βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα — погов, приказ старших — закон;
2. (ο)1) приверженец царской власти, роялист, монархист; 2) бот. базилик душистый -
9 regalia
[rə'ɡeiliə]1) (objects (eg the crown and sceptre) which are a sign of royalty, used eg at a coronation.) βασιλικά εμβλήματα2) (any ornaments, ceremonial clothes etc which are worn as a sign of a person's importance or authority.) εμβλήματα, τελετουργική ενδυμασία -
10 regally
adverb βασιλικά -
11 royally
adverb βασιλικά -
12 βασιλικός
-ή,-όν + A 2-1-0-15-25=43 Nm 20,17; 21,22; 2 Sm 14,26; Jb 18,14; Est 1,19royal, kingly 2 Sm 14,26; of or belonging to a king, king’s Nm 20,17; τὰ βασιλικά property, revenues of the crown 1 Mc 10,43; βασιλικόν (sc. πρόσταγμα) royal decree Est 1,19; τὸ βασιλικόν (sc. ταμιεῖον) the king’s treasury TobS 1,20Cf. SPICQ 1982 88.93-94; →NIDNTT; TWNT -
13 по-царски
επίρ.βασιλικά, -ώς. -
14 царственно
επίρ.μεγαλόπρεπα, βασιλικά. -
15 βασιλικός
A royal, kingly,ποιέεις οὐδαμῶς -κά Hdt.2.173
;β. γένος A.Pr. 869
; β. [μοναρχία] Pl.Plt. 291e; opp. τυραννικός, Arist.Pol. 1285b3; βασιλικοὶ ἀπέβησαν proved themselves truly kingly, Plb.8.10.10;βασιλικόν [ἐστι] πράττειν μὲν εὖ, κακῶς δ' ἀκούειν Arr.Epict.4.6.20
;ἦθος β. X. Oec.21.10
;τὸ β. Id.Cyr.1.3.18
: βασιλική (sc. τέχνη), ἡ, art of ruling, Andronic.Rhod.p.574M.: [comp] Comp.- ώτερος Herm.
ap. Stob.1.49.45, Jul.Or.2.54d: [comp] Sup.βασιλικώτατος καὶ ἄρχειν ἀξιώτατος X.An.1.9.1
, cf. Isoc.2.29;- ωτάτη χάρις Plu.Alex.21
. Adv.-κῶς, παρών
as a king, with kingly authority,X.
Cyr.1.4.14;β. ἄρχειν Arist.Pol. 1259b1
.2 of or belonging to a king, οἱ β. the king's friends or officers, Plb.8.12.10; ἐγκλήματα β. charges of high-treason, Id.25.3.1; ὀφειλήματα β. debts to the king, ib.3;β. πρόσοδοι PPetr.3p.56
; γραμματεύς (cf. 11.1 ) Wilcken Chr.233.2 (ii B.C.), etc.;γεωργοί PTeb.5.200
(ii B.C.), etc.; ὁδὸς β. the king's highway, LXXNu.20.17, PPetr.3p.65(iii B.C.); μὴ εἶναι β. ἀτραπὸν ἐπὶ γεωμετρίαν no royal road, Euc. ap.Procl.in Euc.p.68F.;β. νόμος OGI483.1
, Ep.Jac.2.8; αἱ β. βίβλοι the books of Kings, Ph.1.427.b β. κύμινον, = ἄμι, Dsc.3.62.II as Subst.,1 βασιλικός (sc. γραμματεύς), ὁ, official in Egyptian νομοί, POxy.1219.15 (iii A. D.).b (sc. οἶκος) basilica, CIG2782.25 ([place name] Aphrodisias).d (sc. ἀστήρ) = βασιλίσκος v, Cat.Cod.Astr.7.201.23.2 βασιλικὴ στοά hall divided into aisles by columns, IG12(3).326.18 ([place name] Thera), Str.5.3.8 (pl.); β. alone, OGI511.15 ([place name] Aezani), Lat. basilica, Vitr.5.1.4,6.3.9, cf. Plu.Publ.15, Cat.Mi.5, App.BC2.26.3 βασιλικόν (sc. ταμιεῖον), τό, treasury, εἰς τὸ β. ἀπομετρῆσαι, τελεῖν, PSI4.344.17 (iii B.C.), D.S.2.40, etc.;ὀφείλειν PRev.Laws5.1
, al.; royal bank, OGI90.29 ([place name] Rosetta), PRein.13.19, al., BGU830.18 (i A. D.).b (sc. δῶμα) palace, D.C. 60.4.d (sc. φάρμακον) name for various remedies, = τετραφάρμακον, Gal.12.601; of other compounds, ibid.; a plaster, Id.13.184; an eyesalve, Id.12.782 (also -κός, ὁ, a bandage, Id.18(1).777).e (sc. φυτόν) basil, Ocimum basilicum, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασιλικός
-
16 βιβλιοφυλάκιον
A place to keep books in, τὰ βασιλικὰ β. the royal archives, LXX 1 Es.6.21, 23, PTeb.318.23 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιβλιοφυλάκιον
-
17 κόσμιον
Aκ. ἡμέρας Secund.Sent.5
; τὰ τῆς ἀρχῆς κ. the insignia of office, D.S.38/9.16;τὰ βασιλικὰ κ. Plu.Demetr.45
;στρατηγικά Id.Ant.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόσμιον
-
18 παράσημον
παράσημ-ον, τό,II distinguishing mark, in various senses: ensign of a ship, παρασήμῳ Διοσκούροις with the Dioscuri as the sign or emblem, Act.Ap.28.11, cf. Plu.2.162a ; of a city, ib.399f ; of patricians and plebeians, Id.Cor. 20 ; τὰ τῆς ἡγεμονίας π. Id.Ant.33 ;τὸ π. ὃ ἐπετίθεντο τῇ κεφαλῇ οἱ τῶν Περσῶν βασιλεῖς Ath. 12.514a
, cf. PGnom. 194 (ii A. D.) π. στρατηγικά, = Lat. insignia praetoria, Plu.Sull.9 ; characteristic mark, τὸ βασιλικὸν τῆς ἐσθῆτος π., i.e. its purple colour, Eun. VS p.456 B.; βασιλικὰ π. Id.Hist.p.239 D.; τῷ π. τοῦ σχήματος by the badge of his costume, App.BC1.16 ; figs are called τὸ π. τῶν Ἀθηνῶν, Alex.117 ; εἰ τὸ.. λαλεῖν ἦν τοῦ φρονεῖν π. Nicostr.Com.27 ; τὰ τοῦ πένθους π. 'the trappings and the suits of woe', Plu.2.118b ;τέχνας μὲν παράσᾱμον ἔχει τάφος IG12(1).150
([place name] Rhodes) ; indication, ταῦτα τοῦ μὴ Ῥωμαῖον εἶναι π. Plu.Caes. 29.b π. σωματικά birthmarks, Ptol.Tetr. 122, cf. Porph. Gaur.5.2.2 password, Plu.2.598b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράσημον
-
19 προσοδικός
II concerning revenue,τὰ βασιλικὰ καὶ π. καὶ ἰδιωτικά PAmh.2.33.9
(ii B.C.); π. κρίσεις ib. 30; τὰ π. accounts of revenue, OGI669.26 (Egypt, i A.D.); ἐδάφη π. lands belonging to the treasury, PRyl.73.13 (i B.C.).III προσοδικός, ὁ, tax-farmer, IPE2.432 ([place name] Tanais).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοδικός
-
20 σύστημα
A whole compounded of several parts or members, system, Pl.Epin. 991e, Arist.GA 740a20; of the composite whole of soul and body, Epicur.Ep.1p.21U.;τὸ ὅλον σ. τοῦ σώματος D.H. Rh.10.6
.b in literary sense, composition, ἐποποιικὸν σ. [ πραγμάτων] Arist.Po. 1456a11; λυρικὰ ς. SIG660.3 (Delph., ii B.C.);τέχνη ἐστὶ σ. ἐκ καταλήψεων συγγεγυμνασμένων Zeno Stoic.1.21
, cf. Arr.Epict.1.20.5; of the syllogism, S.E.P.2.173.2 organized government, constitution, Pl.Lg. 686b, Arist.EN 1168b32;σ. δημοκρατίας Plb.2.38.6
, cf. 6.10.14; τὸ ἐκ θεῶν καὶ σοφῶν ς. Diog.Bab.Stoic.3.241; confederacy,σ. τῶν Ἀχαιῶν Plb.2.41.15
, cf. 9.28.2; τὸ Ἀμφικτιονικὸν ς. SIG 761 A 16 (Delph., i B.C.), Delph.3(1).480.16; band of partisans, J.AJ20.9.4; σ. τοῦ γένους ἡμῶν, of a Jewish community, Id.Ap.1.7:—it seems to have meant also a company or guild, CIG2508 (Cos, [dialect] Dor. [full] σύστα-μα), 2562 ([place name] Hierapytna), 2699 ([place name] Mylasa); or a committee, τῆς γερουσίας ib.2930 ([place name] Tralles).3 body of soldiers, corps, usu. of a definite number, like τάγμα, σύνταγμα, σ. μισθοφόρων, ἱππέων, etc., Plb.1.81.11, 30.25.8, etc.; but τὸ τῆς φάλαγγος ς. the phalanx itself, Id.5.53.3.4 generally,flock, herd, Plb.12.4.10;τὰ βασιλικὰ σ. τῶν ἱπποτροφιῶν Id.10.27.2
.5 college of priests or magistrates, Id.21.13.11, Str.17.1.29, etc.; of the Roman Senate, Plu. Rom.13, cf. Lib.Or.11.146.6 in Music, system of intervals, scale, Pl.Phlb. 17d; σ. ἐναρμόνια, ὀκτάχορδα, Aristox.Harm.p.2 M., cf. Ph.1.10, Plu.2.1142f, Cleonid.Harm.1.7 in Metre, metrical system, as in Anapaestics, Heph. Poë.3.8 Medic., accumulation of sediment, Hp.Epid.7.83; τὰ τῶν ὑδάτων ς. LXX Ge.1.10 (v.l. συστέματα), cf. Ezek.Exag. 134, Sotion p.183 W.9 Medic., the pulse-beats taken collectively, Gal.9.279.10 machine, apparatus, Apollod.Poliorc.138.13.--The word first occurs in Hp. and Pl., but is chiefly used in later Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστημα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βασιλικά — βασιλικός royal neut nom/voc/acc pl βασιλικά̱ , βασιλικός royal fem nom/voc/acc dual βασιλικά̱ , βασιλικός royal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βασιλικά — Sp Vasilikà Ap Βασιλικά/Vasilika L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Βασιλικά — I Δύο τοποθεσίες στον ελληνικό χώρο που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821. 1. Τοποθεσία της Κορινθίας. Εκεί, τον Σεπτέμβριο του 1821, στρατοπέδευσε ο Δημήτριος Υψηλάντης για να παρακολουθεί τον Ισθμό και να βοηθήσει στην πολιορκία… … Dictionary of Greek
Βασιλικά Ανώγεια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 216 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινούργιου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας … Dictionary of Greek
Άνω Βασιλικά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 255 μ., 195 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυδάμαντα … Dictionary of Greek
Κάτω Βασιλικά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 205 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 55 χλμ. Ν της πόλης της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυδάμαντα … Dictionary of Greek
βασιλικάς — βασιλικά̱ς , βασιλικός royal fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek